επιστηριζομαι

επιστηριζομαι
    ἐπιστηρίζομαι
    ἐπι-στηρίζομαι
    опираться
    

(ἔν τινι Arst. и τινι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιστηριζομαι" в других словарях:

  • ἐπιστηρίζομαι — ἐπιστηρίζω cause pres ind mp 1st sg ἐπιστηρίζω cause pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστηρίζω — (AM ἐπιστηρίζω) [στηρίζω] 1. στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι 2. παθ. επιστηρίζομαι στηρίζομαι, υποστηρίζομαι αρχ. μσν. εξασφαλίζω, επιβεβαιώνω μσν. δείχνω, αποδεικνύω αρχ. 1. κάνω κάτι να στηρίζεται, στερεώνω 2. τοποθετώ επάνω, καθίζω …   Dictionary of Greek

  • ՅԵՆՈՒՄ — (յեցայ, ցի՛ր, ցեալ, յենօղ.) NBH 2 0355 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 11c, 12c, 13c չ. (լծ. թ. էան կէլմէք, տայանմաք ). ἑπαναπαύομαι , ἑπερείδομαι, ἑπιστηρίζομαι, πρόσκειμαι requiesco super, fulcior, innitor, adjaceo եւն. Տալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»